Τις συνέπειες από την… εκδίκηση των «πλουσίων», αυτών δηλαδή που εμφάνιζαν μέχρι και πέρυσι τα υψηλότερα εισοδήματα στις φορολογικές τους δηλώσεις, αποτυπώνει η φετινή εκκαθάριση από το Taxisnet.
Με μετατροπές επιχειρήσεων από ατομικές σε νομικά πρόσωπα κάθε είδους, με «σπάσιμο» εισοδημάτων σε περισσότερα ΑΦΜ, με συμφωνίες με τους εργοδότες κάτω από τη… μύτη της εφορίας και με μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων είτε σε συγγενικά πρόσωπα είτε από εταιρίες σε φυσικά πρόσωπα, οι «έχοντες» βρήκαν τον τρόπο να αντιδράσουν στην απόφαση της κυβέρνησης να φορολογήσει το εισόδημα με συντελεστές ακόμη και άνω του 50% προκειμένου να τονώσει τα δημόσια έσοδα.
Τα χειρότερα για το υπουργείο Οικονομικών φαίνεται ότι είναι μπροστά. Οι φορολογούμενοι με τα υψηλά εισοδήματα – κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες και επιτηδευματίες που έχουν περιθώρια να μεταβάλουν το δηλωθέν εισόδημά τους – πιάστηκαν στον… ύπνο το 2016, όπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», καθώς τόσο ο νέος τρόπος φορολόγησης με βάση την κλίμακα όσο και η καινούργια μέθοδος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών βάσει δηλωθέντος εισοδήματος, ψηφίστηκαν τον Μάιο του 2016 και ενώ είχαν ήδη εκδοθεί τιμολόγια πολλών δισ. ευρώ.
Πλέον, οι κινήσεις «άμυνας» απέναντι στη φοροεπιδρομή έχουν πάρει διαστάσεις καταιγίδας και οι φορολογικές Αρχές φοβούνται ότι οι δηλώσεις του 2018 θα δείξουν ακόμη μεγαλύτερη μείωση εισοδημάτων από το -20% που αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του 2017.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, οι συνταγές απόκρυψης φορολογητέας ύλης γίνονται ολοένα και δημοφιλέστερες:
1. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιτηδευματίες εφάρμοσαν διάφορες συνταγές για να περιορίσουν τα δηλωθέντα κέρδη και να φορολογηθούν με χαμηλότερο συντελεστή γλιτώνοντας παράλληλα και από ασφαλιστικές εισφορές.
Μια συνταγή ήταν η συνήθης πρακτική της φοροδιαφυγής, δηλαδή της παροχής υπηρεσιών ή της πώλησης αγαθών χωρίς παραστατικά. Μία δεύτερη συνταγή ήταν το «φούσκωμα» των επαγγελματικών δαπανών με υπαρκτά μεν παραστατικά (τιμολόγια και αποδείξεις) τα οποία όμως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαγγελματικά έξοδα (π.χ. δαπάνες της οικογένειας κ.λπ.).
Για να απορριφθούν αυτές οι δαπάνες ως μη επαγγελματικές πρέπει να γίνει εκτενής φορολογικός έλεγχος. Η τρίτη συνταγή ήταν το «σπάσιμο» των εσόδων σε δύο ή περισσότερους ΑΦΜ.
Πολλοί προχώρησαν στη σύσταση ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών. Επιλέγοντας τρίτο πρόσωπο στη θέση του διαχειριστή, απέφυγαν την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, ενώ το κέρδος φορολογήθηκε με συντελεστή 29% και όχι 45% που φτάνει ο συντελεστής φορολόγησης για τις ατομικές επιχειρήσεις που δηλώνουν κέρδη άνω των 40.000 ευρώ τον χρόνο.
Οι ΙΚΕ έχουν ήδη μπει στο στόχαστρο του υπουργείου Εργασίας, το οποίο βλέπει παράθυρο εισφορο-αποφυγής πίσω από τη σύσταση περίπου 4.600 ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιριών μόνο από τις αρχές του χρόνου. Το σενάριο να πληρώνουν εισφορές και οι μέτοχοι των ΙΚΕ είναι πάνω στο τραπέζι, αλλά η υιοθέτησή του θα πλήξει καίρια την επιχειρηματική δραστηριότητα.
2. Το σπάσιμο της ιδιοκτησίας (κατά κύριο λόγο σε ψιλή κυριότητα και επικαρπία), είναι μία μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους υπόχρεους σε καταβολή συμπληρωματικού φόρου ακινήτων, υπερβαίνοντας το όριο των 200.000 ευρώ.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα έσοδα από τον συμπληρωματικό φόρο των φυσικών προσώπων ανήλθαν φέτος στα 382 εκατ. από 387 εκατ. πέρυσι και τα αντίστοιχα των νομικών προσώπων σε 247 εκατ. από 261 εκατ. πέρυσι, με το συνολικό ποσό να περιορίζεται στα 629 εκατ. από 649 εκατ. το 2016.
Εταιρίες οι οποίες πληρώνουν συμπληρωματικό φόρο από το πρώτο ευρώ μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του φυσικού προσώπου προκειμένου – μεταξύ άλλων – να γλιτώσουν και από τον συμπληρωματικό φόρο που στα νομικά πρόσωπα πληρώνεται από το πρώτο ευρώ.
3. Στις τάξεις των μισθωτών, η κυριότερη μέθοδος απόκρυψης ύλης είναι αυτή που γίνεται σε συμφωνία με τον εργοδότη.
Υπογράφεται ατομική σύμβαση με χαμηλότερο εισόδημα. Ο εργοδότης γλιτώνει ασφαλιστικές εισφορές και μειώνει το ποσό της παρακράτησης φόρου που αποδίδει στο κράτος, ενώ ο εργαζόμενος εξασφαλίζει την ίδια καθαρή αμοιβή εισπράττοντας τη διαφορά «κάτω από το τραπέζι».
Πηγή: Καθημερινή