“Πάγο” στην υπογραφή νέων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων έχει βάλει εμμέσως, τουλάχιστον προσωρινά, η ίδια η κυβέρνηση εν όψει της αναδιαμόρφωσης του εθνικού κατώτατου μισθού έως τις αρχές του 2019.
Και αυτό γιατί –σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο “Κεφάλαιο” κορυφαία στελέχη εργοδοτικών οργανώσεων– οι επιχειρηματίες πρώτα θα περιμένουν να δουν αν και πόσο θα αυξηθεί από την κυβέρνηση ο κατώτατος μισθός και έπειτα, ενδεχομένως, θα συζητήσουν με τους εργαζομένους για το αν και πόσο θα δεχτούν περαιτέρω αύξηση των μισθών ανά κλάδο, πολλώ δε μάλλον κατά εταιρεία.
Η διάθεση αυτή των εργοδοτών έρχεται σε αντίθεση με το κλίμα των “αυξήσεων” στους μισθούς το οποίο καλλιεργεί εδώ και έναν μήνα το υπ. Εργασίας…
Η πραγματικότητα την οποία μεταδίδουν επιχειρηματικοί κύκλοι στο “Κ” φαίνεται πως είναι άλλη: Σχεδόν καμία κλαδική εργοδοτική οργάνωση δεν φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε αποφασιστικές διαπραγματεύσεις με το αντίστοιχο κλαδικό εργατικό σωματείο για τον καθορισμό του κλαδικού βασικού μισθού προτού καθοριστεί από την κυβέρνηση ποιο θα είναι το ύψος του νέου κατώτατου μισθού.
Την ίδια με τους εκπροσώπους των κλαδικών εργοδοτικών οργανώσεων –αρνητική για την ώρα– διάθεση για υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων έχουν και ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίοι επίσης αποφεύγουν να ανανεώσουν ή να υπογράψουν εξαρχής συλλογικές συμβάσεις εργασίας με το προσωπικό τους, μέχρι τουλάχιστον να αποφασιστεί από την κυβέρνηση ο νέος κατώτατος.
Αλυσίδα “αυξήσεων”
Το ζήτημα είναι ότι τόσο οι κλαδικές όσο και οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις πρέπει να προβλέπουν, βάσει νόμου, βασικούς μισθούς (κλαδικούς και έπειτα επιχειρησιακούς αντιστοίχως) ανώτερους από τον κατώτατο μισθό του ανειδίκευτου εργάτη.
Πιο συγκεκριμένα, μετά την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων από τον περασμένο Αύγουστο, ο κλαδικός βασικός μισθός θα πρέπει να καταβάλλεται και από τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι μέλη της κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης που υπογράφει μια συλλογική σύμβαση με το εργατικό σωματείο του ίδιου κλάδου (εφόσον στις επιχειρήσεις-μέλη της κλαδικής οργάνωσης εργάζεται το 51% των εργαζομένων του κλάδου).
Εξάλλου, μετά την επαναφορά της ισχύος της αρχής της “ευνοϊκότερης ρύθμισης”, θα πρέπει ο βασικός μισθός σε μια επιχείρηση να είναι μεγαλύτερος όχι μόνο από τον εθνικό κατώτατο μισθό, αλλά και από τον κλαδικό βασικό μισθό.
Παράδειγμα
Έτσι, δεδομένου ότι έως τώρα ο εθνικός κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 586 ευρώ μικτά, μια μελλοντική πιθανή κλαδική συλλογική σύμβαση, π.χ. στο εμπόριο, θα πρέπει να προβλέπει βασικό μισθό για τους εργαζομένους του κλάδου πάνω από 586 ευρώ, π.χ. 630 ευρώ μικτά.
Ο υποθετικός αυτός κλαδικός βασικός μισθός των 630 ευρώ μικτά θα πρέπει να καταβληθεί και από τις επιχειρήσεις του εμπορίου οι οποίες δεν είναι μέλη της κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης που υπέγραψε την εν λόγω σύμβαση, δηλαδή της ΕΣΕΕ, εφόσον μέλη της είναι επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου του εμπορίου.
Στη συνέχεια, αν –για παράδειγμα– μια μεγάλη εμπορική επιχείρηση υπογράψει ξεχωριστή από την κλαδική συλλογική σύμβαση με τους εργαζομένους που εργάζονται σε αυτήν (επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας), θα πρέπει πλέον υποχρεωτικά να συμφωνήσει βασικό μισθό μεγαλύτερο όχι μόνο από τον εθνικό κατώτατο μισθό των 586 ευρώ μικτά, αλλά και από τον υποτιθέμενο κλαδικό βασικό μισθό στο εμπόριο (π.χ., των 630 ευρώ).
Συνεπώς, ο υποτιθέμενος επιχειρησιακός βασικός μισθός θα πρέπει να ξεπερνά τα 630 ευρώ, δηλαδή να ανέρχεται στα 631 ευρώ και πάνω.
Διαβουλεύσεις 4 μηνών για να αποφασίσει η κυβέρνηση… μόνη της
Ιδιαίτερα δαιδαλώδης, αλλά και χρονικά ασφυκτική, είναι η διαδικασία διαβουλεύσεων 4 μηνών που προβλέπει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού.
Και αυτό γιατί σε αυτήν εμπλέκονται άμεσα δύο υπουργεία (Εργασίας, Οικονομικών), εμπειρογνώμονες δέκα φορέων διαφορετικής σημασίας (π.χ. από την ΤτΕ και τον ΟΑΕΔ μέχρι το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), το ΚΕΠΕ, αλλά και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ).
Μάλιστα, η διαβούλευση όλων των παραπάνω (υπ. Εργασίας, ΥΠΟΙΚ, εμπειρογνωμόνων, ΚΕΠΕ κ.λπ.), η οποία έχει ήδη ξεκινήσει και θα “τρέξει” τον ερχόμενο Οκτώβριο-Νοέμβριο, πρέπει να καταλήξει σε ένα πόρισμα για το ύψος του νέου κατώτατου μισθού γύρω στα τέλη Νοεμβρίου – τέλη Δεκεμβρίου 2018.
Το πόρισμα αυτό απλώς θα “ληφθεί υπ’ όψιν” από την υπ. Εργασίας, κυρία Έφη Αχτσιόγλου. Έπειτα, έως στα τέλη Ιανουαρίου, η κυρία Αχτσιόγλου θα καταθέσει τη δική της πρόταση στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίσει εντέλει για το ύψος του νέου κατώτατου.
Σενάρια
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η κυβέρνηση προωθεί για το 2019 αύξηση τουλάχιστον 2% στον κατώτατο μισθό. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιμείνει σε αύξηση άνω του 2%, κύκλοι κοντά σε εργοδοτικές οργανώσεις αναφέρουν στο “Κ” πως μπορεί να προταθεί από μέρους των εργοδοτών, ταυτόχρονα με την αύξηση 2% των μικτών αποδοχών, μείωση της εργατικής εισφοράς υπέρ της επικουρικής ασφάλισης κατά 0,5%. Μια τέτοια μείωση θα ισοδυναμούσε με αντίστοιχη αύξηση των καθαρών αποδοχών των εργαζομένων και, έτσι, μια συνολική αύξηση 2,5%.