Άργησε για περισσότερο από έναν χρόνο, αλλά τελικά ήρθε. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για την ελκυστικότητά της και έτσι σχεδόν όλοι όσοι ρωτούνται μιλούν για μια σχεδόν βέβαιη εισπρακτική αποτυχία.
Για τη ρύθμιση της εθελοντικής αποκάλυψης εισοδημάτων (Voluntary Disclosure of Income) ο λόγος, οι διατάξεις της οποίας, ύστερα από πολύ μεγάλη χρονική καθυστέρηση αλλά και ακόμη περισσότερη διαβούλευση και διαπραγμάτευση, κατατέθηκαν στη Βουλή. Τα ερωτήματα, ωστόσο, για το πόσο χρήσιμη και σε ποιους είναι αυτή η ρύθμιση είναι πολλά και αυτά θα επιχειρηθούν, με τη βοήθεια έμπειρων φοροτεχνικών, να απαντηθούν. Υπάρχουν, ωστόσο, και “γκρίζες ζώνες” οι οποίες μόνο μετά την έκδοση αναλυτικών εφαρμοστικών εγκυκλίων από το υπουργείο Οικονομικών θα αποσαφηνιστούν.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ρύθμισης είναι τα εξής:
–Στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν υποθέσεις φορολογίας κάθε είδους. Έτσι, οι φορολογούμενοι μπορούν να αποκαλύψουν οικιοθελώς στην Εφορία εισόδημα που έχουν αποκρύψει, φόρο προστιθέμενης αξίας, ακίνητα που απέκρυψαν για να αποφύγουν τον ΕΝΦΙΑ ή ακόμη και ειδικό φόρο ακινήτων τα οποία ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες.
–Η ρύθμιση θα είναι σε ισχύ έως και το τέλος Μαΐου 2017.
–Ο φόρος για την υπαγωγή στη ρύθμιση υπολογίζεται αφού ο φορολογούμενος υποβάλλει εκπρόθεσμες αρχικές, τροποποιητικές ή διορθωτικές φορολογικές δηλώσεις.
–Ο κύριος φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα και τους συντελεστές φορολόγησης που ίσχυαν κατά το έτος που αποκτήθηκε το αδήλωτο εισόδημα από τον φορολογούμενο. Έτσι ο φορολογικός συντελεστής εισοδήματος φυσικών προσώπων μπορεί να φθάνει ακόμη και το 45%.
–Στον κύριο φόρο που θα κληθεί να πληρώσει ένας φορολογούμενος που θα ενταχθεί στη ρύθμιση θα επιβάλλεται και πρόσθετος φόρος. Ο πρόσθετος φόρος είναι 8% του κύριου φόρου εφόσον η δήλωση υποβληθεί έως το τέλος Μαρτίου 2017 και 10% εφόσον υποβληθεί τον Απρίλιο ή τον Μάιο.
–Στη ρύθμιση μπορούν να ενταχθούν και φορολογούμενοι στους οποίους έχει ξεκινήσει φορολογικός έλεγχος αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί, με την ολοκλήρωση να θεωρείται η κοινοποίηση στον φορολογούμενο οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
–Για όσους έχει ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος με την έννοια ότι έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου επιβάλλεται πρόσθετος φόρος που κυμαίνεται από 13% έως 30% του κύριου φόρου. Μάλιστα ο φόρος αυτός προσαυξάνεται έως και 25% ανάλογα με το πόσα χρόνια έχουν περάσει από το έτος που δηλώνεται ότι αποκτήθηκε το εισόδημα. Η γκρίζα ζώνη είναι αν μαζί με αυτόν τον πρόσθετο φόρο θα πληρωθεί και ο πρόσθετος φόρος 8%-10%, ανάλογα με το πότε θα υποβληθούν οι δηλώσεις.
–Τα εισοδήματα και τα στοιχεία που δηλώνει ο φορολογούμενος που υπάγεται στη ρύθμιση δεν αποτελούν κριτήριο για την επιλογή του φορολογουμένου για έλεγχο.
Τα κρίσιμα σημεία
Από τα παραπάνω, προκύπτουν μερικά κρίσιμα συμπεράσματα αναφορικά για το πότε και ποιους συμφέρει η υπαγωγή στη ρύθμιση. Ειδικότερα, οι κατηγορίες φορολογουμένων που έχουν ενδιαφέρον για τη ρύθμιση είναι οι εξής:
-Οι φορολογούμενοι για τους οποίους δεν έχει εκδοθεί εντολή φορολογικού ελέγχου αλλά διαθέτουν αδήλωτα εισοδήματα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Για αυτούς το κόστος της ρύθμισης είναι το πιο χαμηλό, αφού θα πληρώσουν τον φόρο της κλίμακας (έως 45%) συν μια προσαύξηση της τάξης του έως περίπου 5% του εισοδήματος που δηλώνουν. Μπορούν, ωστόσο, να το διακινδυνεύσουν να μην αποκαλύψουν τα κεφάλαιά τους αναλαμβάνοντας όμως τον κίνδυνο να εντοπισθούν αργότερα από τη φορολογική διοίκηση είτε με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών είτε με την άφιξη στο υπουργείο Οικονομικών των στοιχείων για τις καταθέσεις εξωτερικού μέσω της πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών του ΟΟΣΑ.
-Οι φορολογούμενοι στους οποίους έχει ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι έλεγχοι για τη λεγόμενη αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας οδηγούν στον προσδιορισμό από τους ελεγκτές αδήλωτου εισοδήματος.
Το συνολικό ποσό που τους βεβαιώνεται κατόπιν του ελέγχου προσεγγίζει τελικά περίπου το 90% του ποσού εισοδήματος που θεωρούν οι ελεγκτές ότι απεκρύβη.
Σχεδόν όλοι οι ελεγχόμενοι προσφεύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών προκειμένου να αμφισβητήσουν συγκεκριμένα ευρήματα του ελέγχου που “φουσκώνουν” το αδήλωτο εισόδημα και τον οφειλόμενο φόρο. Εφόσον ο φορολογούμενος κρίνει ότι δεν πρόκειται να δικαιωθεί από τη ΔΕΔ τότε τον συμφέρει να ενταχθεί στη ρύθμιση, αφού το μέγιστο ποσοστό φόρου επί του εισοδήματος στη ρύθμιση φθάνει –ανάλογα με την περίπτωση– λίγο πάνω από το 60%. Αντίθετα, αν θεωρούν ότι θα δικαιωθούν τότε είναι προτιμότερο να αφήσουν τον έλεγχο να ολοκληρωθεί και να προσφύγουν στη συνέχεια στη ΔΕΔ.
Σε κάθε περίπτωση, οι προσδοκίες στο ΥΠΟΙΚ για την εισπρακτική επιτυχία της ρύθμισης είναι χαμηλές και υποστηρίζουν ότι οι μόνοι που θα σπεύσουν να ενταχθούν σε αυτήν είναι οι φορολογούμενοι της δεύτερης παραπάνω περίπτωσης.